αντισώματα

αντισώματα
Ειδικές σφαιρίνες (λευκώματα του πλάσματος), που παράγονται από τον οργανισμό μετά από επίδραση αντιγονικών ουσιών. Οι σφαιρίνες αυτές ονομάζονται ανοσοσφαιρίνες και διαφέρουν από τις φυσιολογικές και συνεχώς παραγόμενες για τις ανάγκες του οργανισμού σφαιρίνες,από το γεγονός ότι αναγνωρίζουν τις αντιγονικές ουσίες που προκάλεσαν την παραγωγή τους και ενώνονται με αυτές. Οι ανοσοσφαιρίνες παράγονται μόνο από τα πλασματοκύτταρα και τα άωρα λεμφοκύτταρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονοκλωνικά αντισώματα — Παράγονται μαζικά στο εργαστήριο για να στοχεύσουν συγκεκριμένα αντιγόνα. Χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και τη θεραπεία ορισμένων καρκίνων, συμπεριλαμβανομένου και του κακοήθους μελανώματος …   Dictionary of Greek

  • συγκολλητίνες — Αντισώματα που έχουν την ικανότητα να συγκολλούν τα ομόλογα αντιγόνα …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • αυτοαντισώματα — Τα αντισώματα που παράγει ένας οργανισμός εναντίον των ίδιων του συστατικών. Φυσιολογικά ο οργανισμός δεν παράγει αντισώματα εναντίον των δικών του λευκωμάτων γιατί τα αναγνωρίζει. Η αυτοαναγνώριση είναι βασικό χαρακτηριστικό του ανοσολογικού… …   Dictionary of Greek

  • ενδοτοξίνες — Δομικά συστατικά των βακτηριακών κυττάρων, που ελευθερώνονται μετά τον θάνατο και την αποδιοργάνωσή τους. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να βρεθούν και σε διυλισμένα υγρά καλλιεργειών (διηθήματα). Στον οργανισμό, η απελευθέρωση των ε. γίνεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”